- άλοβος
- -η, -ο (Α ἄλοβος, -ον) [λοβός]νεοελλ.αυτός που δεν έχει λοβόαρχ.(για θυσιαζόμενα ζώα) αυτός που στερείται λοβού τού ήπατος και για τούτο δυσοίωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλοβος — η, ο αυτός που δεν έχει λοβό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄλοβον — ἄλοβος with lobe wanting masc/fem acc sg ἄλοβος with lobe wanting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλόβων — ἄλοβος with lobe wanting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλοβα — ἄλοβος with lobe wanting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)